- Μίνωος
- Μί̱νω̆ος , Μίνωςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μινώος — μινῷος, ῴα, ον και μινώϊος, ΐα, ον, θηλ. και μινωΐς, ΐδος (Α) [Μίνως] 1. μινωικός 2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ό Μινῷος ονομασία μήνα σε έναν φανταστικό λαό, τους Μάκαρες 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ μινῴα (κατά τον Ησύχ.) «εἶδος σταφυλῆς» … Dictionary of Greek
Μινῷος — Μῑνῷος , Μινώιος masc nom sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Minos Kalokairinos — Minos Andreas Kalokairinos (griechisch Μίνως Καλοκαιρινός; * 1843 in Iraklio; † 1907 in Iraklio) war ein griechischer Archäologe. Er führte als erster Grabungen in Knossos auf Kreta durch. Er war der jüngste Sohn des kythirischen Händlers… … Deutsch Wikipedia
Ραδάμανθυς — Πρόσωπο της ελληνικής μυθολογίας, γιος του Δία και της Ευρώπης και αδελφός του Μίνωα και του Σαρπηδόνα. Υιοθετήθηκε με τους αδελφούς του από τον σύζυγο της μητέρας τους, τον βασιλιά της Κρήτης Αστερίωνα, τον οποίο διαδέχτηκε ο Μίνως. Ο Ρ.… … Dictionary of Greek
Φαίδρα — Ηρωίδα της ελληνικής μυθολογίας, κόρη του Μίνωα και της Πασιφάης. Κατά τον γνωστότερο μύθο, που χρησιμοποίησε ο Ευριπίδης σε δύο τραγωδίες του (τον χαμένο Ιππόλυτο καλυπτόμενο και τον Ιππόλυτο στεφανηφόρο), η Φ., γυναίκα του βασιλιά της Αθήνας… … Dictionary of Greek
δαίδαλος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήρωας της ελληνικής μυθολογίας, δισέγγονος του βασιλιά της Αθήνας Ερεχθέα. Περίφημος τεχνίτης (το όνομά του προέρχεται από το ρήμα δαιδάλλω, που σημαίνει εργάζομαι με τέχνη), κατασκεύασε σπουδαία αρχιτεκτονικά και γλυπτά… … Dictionary of Greek
μινωίς — μινωΐς, ΐδος, ἡ (Α) βλ. μινώος … Dictionary of Greek
μινώιος — μινώϊος, ΐα, ον (Α) βλ. μινώος … Dictionary of Greek
νεκρόταγος — νεκρόταγος, ὁ (Α) (επίθ. τού Μίνωος) ο άρχοντας, ο κριτής τών νεκρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + ταγός] … Dictionary of Greek
σαρπηδονείον — τὸ, Α [Σαρπηδών, όνος] το ιερό τού Σαρπηδόνος, μυθικού γιου τού Διός και τής Ευρώπης και αδελφού τού Μίνωος και Ραδαμάνθυος, στην Ξάνθο, πόλη τής Λυδίας … Dictionary of Greek